- κοκκύμηλον
- κοκκύμηλονplumneut nom/voc/acc sgκοκκύμηλοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοκκύμηλον — κοκκύμηλον, τὸ (Α) το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών). [ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το υ υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση τής λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό τού συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε … Dictionary of Greek
κοκκυμήλοις — κοκκύμηλον plum neut dat pl κοκκύμηλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκυμήλου — κοκκύμηλον plum neut gen sg κοκκύμηλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκυμήλων — κοκκύμηλον plum neut gen pl κοκκύμηλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκυμήλῳ — κοκκύμηλον plum neut dat sg κοκκύμηλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκύμηλα — κοκκύμηλον plum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλον — ἦλον, τὸ (Α) βράβιλον, κοκκύμηλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
αγριοδαμάσκηνο — το ο καρπός τής αγριοδαμασκηνιάς, το αρχαίο κοκκύμηλον … Dictionary of Greek
αγριοκοκκύμηλο — το (Α ἀγριοκοκκύμηλον) ο καρπός τής αγριοδαμασκηνιάς νεοελλ. το δέντρο αγριοδαμασκηνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + κοκκύμηλον (= δαμάσκηνο)] … Dictionary of Greek
καρυοκοκκύμηλον — καρυοκοκκύμηλον, τὸ (Α) δαμάσκηνο που μοιάζει με καρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κοκκύμηλον] … Dictionary of Greek